- αείδελος
- ἀείδελος, -ον (Α)1. αόρατος, σκοτεινός, ασαφής2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν κοιτάξει, ο εκθαμβωτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + *εἴδω με παρέκταση σε λ, πρβλ. εἴδ-ωλον, εἰδ-άλιμος, εἰδ-υλίς, ἰδ-λὸς > ἰλ-λός].
Dictionary of Greek. 2013.